- μεταθύω
- μεταθύω,A appease by sacrifice,
ἱλαξάσθω τὸν θεὸν καὶ μεταθυσάτω Schwyzer 321.4
(Delph., v B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἱλαξάσθω τὸν θεὸν καὶ μεταθυσάτω Schwyzer 321.4
(Delph., v B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεταθύω — (Α) [θύω] εξευμενίζω με θυσία … Dictionary of Greek
θύω — (I) (ΑΜ θύω) προσφέρω θυσία, θυσιάζω νεοελλ. μτφ. 1. καταστρέφω, αφανίζω, εξοντώνω 2. φρ. α) «θύω στον Βάκχο» μεθώ, πίνω υπερβολικά β) «θύω στην Αφροδίτη» παραδίδομαι σε σαρκικές απολαύσεις γ) «θύω και απολλύω» i. κάνω μεγάλες καταστροφές ii.… … Dictionary of Greek